- έλικας
- ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, ηΑ και εἷλιξ, η)1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία4. οι συστροφές τών εντέρων5. νηματοειδές τμήμα τού βλαστού με το οποίο στηρίζονται και αναρριχώνται τα αναρριχητικά φυτά6. οι προεξέχουσες πτυχές τής επιφάνειας τού εγκεφάλου7. το σπειροειδές κόσμημα τού ιωνικού κιονόκρανου8. σπείρα κουλουριασμένου φιδιούνεοελλ.1. συσκευή προώθησης με κινητήρα σε πλοία, αεροπλάνα κ.λπ.2. γεωμετρική καμπύλη σπειροειδώς περιτυλιγμένη σε επίπεδο ή στον χώροαρχ.1. συστροφή, δίνη2. σταφύλι3. βόστρυχος, μπούκλα4. υδραυλική μηχανή για άντληση.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. έλιξ < Fελ- (πρβλ. ειλέω*, ειλύω*), από ΙΕ ρίζα *wel- «σύρω, φυσώ, κυλώ» + επίθημα -ικ- (πρβλ. ήλιξ, δέλφιξ, χόλιξ). Η λ. έλιξ χρησιμοποιήθηκε και ως επίθετο.ΠΑΡ. ελίσσωαρχ.ειλικόεις, ελίκη, ελικίας, ελικόςΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ελικοειδής, ελικοκέρατοςαρχ.ελικάμπυξ, ελικάστερος, ελικογραφώ, ελικοπέταλος, ελίκωψμσν.- νεοελλ.ελικοφόροςνεοελλ.ελικαυγής, ελικοβλέφαρος, ελικοβόστρυχος, ελικοδρόμος, ελικόκερκος, ελικοκίνητος, ελικόμορφος, ελικόπτερο, ελικόρρους, ελικοστέφανος, ελικόστημα, ελικοστρεφής, ελικοτόμος, ελικοτρύπανο. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιέλισσα, ανθέλιξ, δαιέλιξ, τετραέλιξ, τριέλιξ].
Dictionary of Greek. 2013.